Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Το ιστορικότερο φάσκελο στη βουλή των Ελλήνων

Εάν αναζητήσει κανείς το πιο ιστορικό φάσκελο θα καταλήξει στη μούντζα με την οποία στόλισε κάποτε στη Bουλή τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη ο πρώην συνεργάτης του Δημήτριος Ράλλης. Το γεγονός που καθιστά εκείνο το φάσκελο ξεχωριστό είναι ότι δεν δόθηκε με το χέρι αλλά… ανακοινώθηκε με επιστολή! Ήταν στα 1886, όταν η Kυβέρνηση Θ. Δηλιγιάννη παραιτήθηκε λόγω κακών χειρισμών και εξήντα βουλευτές αποσκίρτησαν και προσχώρησαν στο κόμμα του Χαρ. Τρικούπη.

Σα να μην έφτανε που έφυγαν, αλλά θέλησαν να απογυμνώσουν τον αρχηγό τους ελέγχοντάς τον για αντεθνική διαχείριση των εξωτερικών ζητημάτων. Σε μία θυελλώδη συνεδρίαση εξαντλήθηκε το κοινοβουλευτικό υβρεολόγιο και εμπλουτίσθηκε με νέες λέξεις, ενώ ο Ράλλης αποκάλυψε ότι παρέδωσε στον Πρωθυπουργό επιστολή ενός εφέδρου, στην οποία ήταν σχεδιασμένη μία μούντζα! Ο έφεδρος προφανώς δεν υπήρχε, αλλά ήταν ένα τέχνασμα του Ράλλη για να μουντζώσει τον Πρωθυπουργό…

Το θέμα έσπευσε βεβαίως να σχολιάσει, με τον γνωστό του έμμετρο τρόπο, ο Γεώργιος Σουρής γράφοντας στο «Ρωμηό» του:
 
«Η μούντζα ως συνάλλαγμα παντού εκυκλοφόρει
και άρχισαν το μούντζωμα και άλλοι βουληφόροι,
ως που μετά συζήτησιν σφοδράν του Δεληγιάννη
εκόλλησε εις της Βουλής επάνω το ταβάνι,
και απ’ εκεί ανοίγουσα τα πέντε δάκτυλά της
τους άνδρας εχαιρέτιζε Βουλής ενδοξοτάτης».

Πάντως, ο Ράλλης αδιαφόρησε για τις απειλές που δέχτηκε και συνέχισε λάβρος την επίθεσή του, ενώ ολόκληρη η συνεδρίαση εξαντλήθηκε με διαπληκτισμούς. Στο τέλος αποδείχτηκε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν μόνον μούντζες που δίνονται με το χέρι αλλά και μούντζες που ανακοινώνονται με επιστολή…

Πηγή
Διαβάστε περισσότερα »

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

H ιστορία της λέξης “ζεϊμπέκικο”

γράφει ο Γιώργος Δαμιανός


Ο σύγχρονος Έλληνας έχει σε πολύ μεγάλη εκτίμηση το ζεϊμπέκικο χορό. Το θεωρεί ιδανικό χορό που εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την ελληνική λεβεντιά. Με καμάρι αναφέρεται στο ζεμπέκικο, στις ζεμπεκιές θεωρώντας τις αυτοσχέδιες κινήσεις αυτού του χορού ως μέσο λύτρωσης και επίδειξης ανδρισμού.

Τι σημαίνει όμως ζεϊμπέκικο και ποια ήταν η σχέση των ζεϊμπέκηδων με τον Ελληνισμό; Πολύ φοβάμαι ότι ακολουθώντας την ιστορία της λέξης θα στιγματίσουμε την ψευδαίσθηση περί ζεϊμπέκικου και ελληνικής λεβεντιάς.

Οι ζεϊμπέκηδες, από την τουρκική λέξη ζεϊμπέκ, ήταν εξισλαμιθέντες Ελληνες της Μικράς Ασίας, που είχαν εξισλαμισθεί κατά το 19ο αιώνα. Ως ανταμοιβή για την προδοσία τους οι Οθωμανοί τους τοποθετούσαν στην στρατιωτική αστυνομία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στη Μικρασιατική καταστροφή ήταν ο Τρόμος των Ελλήνων, επειδή κατάσφαζαν τους Ελληνες. Η Αγγελική Παπάζογλου τους περιγράφει με τρόμο: “κοντά βρακάκια και γυμνά πόδια… γεμάτοι με μαχαίρια…σαν κινούμενο χασαπιό ήτανε… Άμα ο ζεϊμπέκης είχε σκοτώσει πάνω από δέκα Έλληνες, είχε δικαίωμα να βάζει “πλάκα -που λένε- τα γαλόνια” σαν το ναύαρχο”

Για την καταγωγή των ζεϊμπέκων έχουν ακουστεί πολλά αλλά το σίγουρο είναι ότι από τις αρχές του 1900 το ζεϊμπέκικο δεν είναι ο χορός μιας μάλλον περιθωριακής ομάδας στην Τουρκία αλλά  υιοθετείται από ανθρώπους του Τουρκικού κοινωνικού περιθωρίου, όπως οι νταήδες  και απ εκεί τους αντέγραψαν οι δικοί μας

διαβάστε στο 24grammata.com για το ζεϊμπέκικο
  1. Οι Ζεϊμπέκοι και το ζεϊμπέκικο (η ιστορία του χορού) κλικ εδώ
  2. ebook: Η παρουσία του ζεϊμπέκικου από την αρχαιότητα ως σήμερα κλικ εδώ
Πηγή
Διαβάστε περισσότερα »

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

Μύθοι και… αλήθειες για τις λίρες του Αλή Πασά

γράφει ο  Θανάσης Καλλιάρας


.. δύο γεωτρύπανα με ειδικές κάμερες θα προσπαθήσουν να ανιχνεύσουν το θησαυρό του Αλή Πασά, σε μια έκταση μεταξύ των περιοχών των Αγίων Θεοδώρων και της Θεόπετρας στο νομό Τρικάλων. Το Δημοτικό Συμβούλιο Βασιλικής έχει δώσει όλες τις σχετικές άδειες στον Ελληνοαυστραλό που έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον για αυτή την αναζήτηση του αμύθητου θησαυρού όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, ο οποίος είναι τοποθετημένος σε δωμάτια. Τα γεωτρύπανα θα φτάσουν μέχρι και 15 μέτρα βάθος για να ανιχνεύσουν το θησαυρό, αν τον βρουν μερίδιο από τις λίρες του Αλή Πασά δικαιούται και ο δήμος Βασιλικής ή μάλλον ο δήμος Καλαμπάκας στον οποίο θα ενσωματωθεί.

Το κυνήγι του μεγαλύτερου χαμένου θησαυρού που έχει αναζητηθεί ποτέ στην Ελλάδα έχει μεγάλη ιστορία

Τι καταγράφεται στην επίσημη ιστορία έπειτα από το θάνατο του Τεπελενλή ;

Υπάρχει χρυσός ή κατασχέθηκε και “γύρισε” στην Πόλη;

Εξόντωσε τους Σουλιώτες, έπνιξε την Κυρα-Φροσύνη, σχεδίασε τη δολοφονία του πεθερού και του  γαμπρού του, έμαθε στους Έλληνες αρματωλούς να πολεμάνε. Η ζωή του ήταν πολυτάραχη, η εξουσία  του ευρύτατη, η σταδιοδρομία του αιματηρή και η πτώση του εκκωφαντική. Ποιος όμως ήταν στην πραγματικότητα ο Τεπελενλής Αλής, πασάς των Ιωαννίνων, το όνομα του οποίου έχει γίνει καραμέλα στο στόμα τρικαλινών και άλλων με αφορμή την προσπάθεια κάποιου ελληνοαυστραλού να φέρει στην επιφάνεια το μυθικό θησαυρό του θαμμένο σε υπόγεια δωμάτια κάπου ανάμεσα στην Θεόπετρα και στους Αγίους Θεοδώρους; Και πως απέκτησε όλα αυτά τα θρυλικά πλέον πλούτη που τον έκαναν ίσως τον πιο πλούσιο ευρωπαίο της εποχής της παντοδυναμίας του;

Αλβανός μουσουλμάνος, γεννημένος στο Τεπελένι (οικισμό του Μπερατίου) το 1744, ο γιός της Χάμκως και του ληστή Βελή, αρβανίτης μουσουλμάνος, πατέρας τριών γιων (Βελή, Μουχτάρ και Σαλήχ), ο Αλής διορίστηκε πασάς (περιφερειακός διοικητής) των Ιωαννίνων το 1788. Από τις αρχές του 19ου αιώνα είχε υπό τον έλεγχό του όλη σχεδόν την ηπειρωτική Ελλάδα νότια από το Δυρράχιο (εκτός από την Αττική), καθώς και την Πελοπόννησο, ενώ παράλληλα επεκτεινόταν και προς το Ιόνιο. Στα μάτια των πολλών, ήταν δηλαδή ο κύριος υπερασπιστής του δυτικού τμήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο ίδιος, ωστόσο, γνωρίζοντας, ότι λόγω της καταγωγής του δεν θα μπορούσε ποτέ να παίξει στην κεντρική σκηνή της οθωμανικής πολιτικής, οραματιζόταν μια δική του κληρονομική ηγεμονία εντός της αυτοκρατορίας, κάτι που δεν κατάφερε τελικά να κάνει.

O Αλή Πασάς ήταν μια προσωπικότητα στα όρια της ιδιοφυΐας αφενός και της νεύρωσης αφετέρου. Όπως προκύπτει από το Αρχείο του και από την εισαγωγή του Παναγιωτόπουλου, είχε μια πρωτόγονη και ταυτόχρονα επεξεργασμένη πολιτική σκέψη και έντονη λαϊκή συνείδηση που του επέτρεψε να διαχειριστεί αποτελεσματικά τόσο τις πολιτικο-διπλωματικές συνθήκες της εποχής του όσο και τις ατέλειες του οθωμανικού διοικητικού συστήματος. Ήταν από όλους τους πασάδες εκείνος που κατάλαβε καλύτερα τα παιχνίδια των ευρωπαϊκών δυνάμεων και που επικοινωνούσε περισσότερο με τη Δύση -αλληλογραφούσε μάλιστα με τον Ναπολέοντα-, ωστόσο δεν ήταν δυτικόφρων και παρέμεινε παραδοσιακός. Η υποτιθέμενη ανεξιθρησκία του ήταν μια μορφή συγκάλυψης της επιθετικότητάς του. Στην πραγματικότητα ήταν δεισιδαίμων και αβυσσαλέα καχύποπτος, βίαιος τόσο απέναντι στους χριστιανούς (π.χ. Σουλιώτες, Γαρδικιώτες) όσο και απέναντι στους ομοθρήσκους του. Και σε μια εποχή κατά την οποία τα αξιώματα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν συνήθως ετήσια, εκείνος κατάφερε να γίνει ο μακροβιότερος πασάς σε ένα πόστο, μένοντας κυρίαρχος στα Ιωάννινα για 33 χρόνια!
Περίοδος κατά την οποία καταφέρνει να αποδυναμώσει τους Τούρκους γαιοκτήμονες (μπέηδες και αγάδες φεουδάρχες) της περιοχής του, των οποίων σφετερίζεται την περιουσία τους και τα πλούτη τους. Από το 1792, 1799 ασχολείται με την κατάκτηση του Σουλίου και τον Δεκέμβριο του 1803, υπογράφει τη συνθηκολόγηση με τους Σουλιώτες. Το 1798 καταλαμβάνει με την ανοχή των Γάλλων, που τότε κυριαρχούν στα Επτάνησα, τη Νιβίτσα, στην ακτή της Χειμάρρας. Κατόπιν εκτοπίζει (και σφαγιάζει) τις φρουρές των Γάλλων από το Βουθρωτό και την Πρέβεζα. Η λίμνη του Βουθρωτού, στην περιοχή των Αγίων Σαράντα, είναι το αγαπημένο του καταφύγιο. Το 1819 αγοράζει από τους Άγγλους την Πάργα αντί ποσού 150.000 χρυσών λιρών.

Θα ήταν αδιανόητο για την νοοτροπία και την απληστία του χαρακτήρα του, να ξεφύγει ο Αλή πασάς από τη σιγουριά και τη γοητεία του χρυσού. Οι εκστρατείες εναντίον των Σουλιωτών, η συντήρηση του στρατού, το δίκτυο των πληροφοριοδοτών, τα δώρα στους ξένους περιηγητές απαιτούσαν καλό πουγγί με φλουριά ασημένια και χρυσά.
Ας αναφέρουμε ότι δυο πονηροί βενετσιάνοι αλχημιστές πέρασαν από το σεράι του και του υποσχέθηκαν έναντι αδράς αμοιβής την κατασκευή χρυσού, κι εκείνος τους έκλεισε στο κάστρο, δεν τους άφηνε να φύγουν αν δεν ανακάλυπταν τη μαγική συνταγή που τόσο πολύ επιθυμούσε.

Όταν μετά την πολύμηνη πολιορκία των Ιωαννίνων, καταφεύγει στο νησάκι της λίμνης στη μονή του Αγίου Παντελεήμονα και με παγίδα πέφτει νεκρός, οι θησαυροί που καταμετρά ο Χουρσίτ πασάς – απεσταλμένος του σουλτάνου- είναι μόνο 45.000.000 γρόσια. Θεωρείται πολύ λίγος για το μέγεθος της ανάπτυξης που είχε πάρει το πασαλίκι των Ιωαννίνων, με συνέπεια να αποκεφαλιστεί ως ύποπτος και ο Χουρσίτ πασάς. Από τότε δεν έπαψαν οι διάφορες φημολογίες για τον χαμένο θησαυρό του Αλή πασά και η αναζήτησή του από χρυσοθήρες παλιότερα, αλλά και πρόσφατα.
Έτσι δεν πρέπει να θεωρηθεί παράξενο το σκάψιμο κάποιων άγνωστων στο μαυσωλείο του Ασλάν πασά στο κάστρο της πόλης των Ιωαννίνων, όπως έγραψαν οι τοπικές εφημερίδες των Ιωαννίνων στις 15 Φεβρουαρίου 2000, προκειμένου να βρουν τον θησαυρό του Αλή πασά.

Μια ζωή περιπέτειες…

Η περιπετειώδης ζωή του Αλή Πασά στα οθωμανικά Βαλκάνια, ακόμη και στο πλαίσιο της εμφάνισης εντεινόμενων διαμαχών μεταξύ των λαϊκών μαζών και των τοπικών αρχόντων κατά τα τελευταία χρόνια της Αυτοκρατορίας σ’ αυτήν κυρίως την περιοχή προβάλει ως ένα αξιόλογο θέμα έρευνας. Άλλωστε, ειδικά από ξένους μελετητές, η ζωή του έχει ερευνηθεί αρκετά. Ένα μέρος από αυτές τις μελέτες υπάρχει σε γραπτά περιηγητών ή αξιωματούχων που έζησαν την ίδια εποχή με τον Αλή. Ανάμεσά τους πρέπει να ξεχωρίσουμε το Travels in Greece and Albania (Λονδίνο 1830) του Άγγλου T. S. Hughes και το Voyage on More (Παρίσι 1805) του Γάλλου Fr. Pouqueville. Επίσης, πολλές είναι οι μελέτες που παρέχουν έμμεσες πληροφορίες σχετικά με τη ζωή του ενώ περιορισμένα είναι τα έργα για τον Αλή στην τουρκική γλώσσα. Παρά την πολύπλευρη ακαδημαϊκή ενασχόληση Τούρκων αλλά και ξένων μελετητών με τη ζωή του Αλή Πασά, δεν έχουν απαντηθεί θέματα όπως είναι η περιουσία που αποτελούσε την πηγή της ισχύος του, το πώς την  απέκτησε και με ποιο τρόπο χρησιμοποιήθηκε αυτή από το οθωμανικό κράτος μετά τον εξόντωσή του.

Ο Αλή Πασάς ο Τεπελενλής πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του μέσα στο περιβάλλον αναρχίας και συγκρούσεων. Ο πατέρας του πέθανε όταν αυτός ήταν εννέα χρονών και έτσι ανατράφηκε από τη μητέρα του Χάνκο (Χάμκω), μια άπληστη και μοχθηρή γυναίκα. Ο Αλή σε νεαρή ηλικία εισήλθε στην υπηρεσία των ισχυρότερων πασάδων της περιοχής. Πρώτα υπηρέτησε κοντά στον Πασά του Ευρίπου και στη συνέχεια διπλά στον Κουρτ Πασά του Μπερατίου. Αργότερα, απομακρύνθηκε από τον Κουρτ Πασά και βρέθηκε δίπλα στον Καπλάν Πασά του Δελβίνου. Στα 1768 παντρεύτηκε την κόρη του Καπλάν Πασά. Πριν περάσει πολύς καιρός, και για να αποκτήσει τη επιρροή και θέση του πεθερού του, ο Αλή με ένα σωρό δολοπλοκίες έφτασε στο στόχο του. Αφού εξόντωσε τον πεθερό του ήλπιζε ότι θα έπαιρνε τη θέση του αλλά μόλις ο γιος του Καπλάν ο Αλή διορίστηκε διοικητής στο Δέλβινο, οι προσδοκίες του διαψεύστηκαν.

Το 1786 ορίστηκε ο ίδιος μουτασαρίφης στο Δέλβινο και το 1787, ενώ ήταν επικεφαλής της φρουράς των δερβενίων, ορίστηκε μουτασαρίφης των Ιωαννίνων. Οι υπηρεσίες του κατά τη διάρκεια των πολέμων με την Αυστρία (1787) και τη Ρωσία (1791) έδωσαν σημαντική ώθηση στη σταδιοδρομία του στη διοίκηση, ενώ οι επιτυχίες τις οποίες σημείωσε σε συγκρούσεις με τους Γάλλους στις ακτές της Αδριατικής κατά τη διάρκεια της γαλλικής κατοχής της Αιγύπτου είχαν ως αποτέλεσμα να του δοθεί ο βαθμός του βεζίρη. Στη συνέχεια ορίστηκε βαλής της Ρούμελης.

Η μακρά διάρκεια των στρατιωτικών του επιχειρήσεων ήταν και η βασική αιτία του αυξανόμενου κόστους του στρατού. Διότι εκτός από τους μισθούς των στρατιωτών, πρόβαλε για την αντιμετώπιση των αναγκών σε πυρομαχικά και τροφοδοσία και ένα αρκετά μεγάλο σύνολο εξόδων το ποσό του οποίου διογκωνόταν μέρα με τη μέρα όπως δαπάνες για την αγορά και μεταφορά πυρομαχικών και τροφίμων, την υλική ενίσχυση που δόθηκε στους διάφορους πασάδες, τα χρήματα που δόθηκαν στους τάταρους που χρησιμοποιούνταν ως αγγελιοφόροι, τα ατομικά έξοδα διαφόρων πασάδων, τους μισθούς των διερμηνέων, γιατρών και μαγείρων και τα ποσά που δαπανήθηκαν για την εξαγορά των προσκείμενων στον Αλή ατόμων.  Για παράδειγμα μετά την επικήρυξή του και κατα τη διάρκεια των επιχειρήσεων εναντίον του, το πρώτο έτος (1236/1820-21) δαπανήθηκαν 5.724.751 γρόσια, το δεύτερο 23.673.738 ενώ συνολικά δαπανήθηκαν 29.398.489 γρόσια. Το ύψος των εξόδων, άμεσα συνδεδεμένο με την πορεία των επιχειρήσεων, παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις από μήνα σε μήνα. Το υψηλότερο ποσό εξόδων που σημειώθηκε το μήνα Τζεμαζιγελέβελ του έτους 1237/1821-22 ( Ιανουάριος 1822) αντιστοιχούσε σε 9.110.704 γρόσια.

Οι πηγές πλουτισμού του

Η περιουσία του Αλή Πασά άρχισε να αυξάνει μετά την ανάληψη των βασικών καθηκόντων του στο όνομα του κράτους. Ο Αλή κάνοντας κατάχρηση των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί από το κράτος, χρησιμοποίησε την θέση του αυτή ως μέσο για τη συγκέντρωση ολοένα μεγαλύτερων εξουσιών αλλά και πλούτου. Για παράδειγμα, όταν διορίστηκε στη βοηθητική υπηρεσία για την εποπτεία των δερβενίων της Ρούμελης, αντί να αποκρούει τη δράση των ληστών, ο ίδιος τους διευκόλυνε με αντάλλαγμα σημαντικά χρηματικά ποσά. Ο Αλή προκειμένου να πλουτίσει, προχωρούσε με κάθε τρόπο σε κινήσεις που ωφελούσαν το προσωπικό του συμφέρον αδιαφορώντας αν είναι νόμιμες ή παράνομες. Δεν υπήρχε κάτι που δε θα μπορούσε κάνει, δεν υπήρχε μέθοδος που δε θα μπορούσε να ακολουθήσει προκειμένου να πλουτίσει. Και αυτές είναι οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσε συχνότερα γι αυτό το σκοπό73:

•Φορολογούσε με αναλογία 1/5 την ίδια ώρα που ο καθορισμένος από το κράτος φόρος ήταν 1/10 και ιδιοποιούνταν τη διαφορά.

•Επιβάρυνε τα χωριά και τις κωμοπόλεις με παράνομους ή αυθαίρετους φόρους.

•Οικειοποιούταν τις κληρονομιές όσων δεν είχαν αρσενικά παιδιά ή διεκδικούσε τις διαθήκες των πλουσίων και σφετεριζόταν τις περιουσίες τους.

•Εισέπραττε φόρους από τις υποθέσεις που εκδικάζονταν στα ιεροδικεία επιπλέον συγκέντρωνε ως φόρο το 10% της αξίας κάθε περιουσιακού στοιχείου του οποίου η ιδιοκτησία επιδικαζόταν.

•Εισέπραττε (αυθαίρετο) τελωνειακό φόρο εισαγωγών και εξαγωγών.

•Πουλούσε υποχρεωτικά σε υψηλότερες τιμές αγαθά που είχε αγοράσει φτηνά.

•Δωροδοκούταν από ανθρώπους του περιβάλλοντός του για συγκεκριμένους σκοπούς.

•Κατά τη διάρκεια εκστρατειών στο όνομα του κράτους, συγκέντρωνε μεγάλα ποσά κεφαλικού φόρου από ληστές που συνελάμβανε και από το λαό.

•Λεηλατούσε τις γειτονικές περιοχές με τις οποίες βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση.

119 τσιφλίκια στα Tırhala!

Τα τσιφλίκια αποτελούσαν την πιο σημαντική πηγή πλούτου του Αλή Πασά. Ο ίδιος μαζί με τους γιούς του απέκτησε εκατοντάδες τσιφλίκια. Σχεδόν όλα τα τσιφλίκια αυτά ωστόσο, αποκτήθηκαν με παράνομα μέσα και κάποιες φορές με εκφοβισμό ή αρπαγές. Ο Άγγλος Γουίλιαμ Λικ που συναντήθηκε με τον ίδιο τον Αλή δίνει ένα ενδιαφέρον παράδειγμα σχετικά με το πώς περνούσαν τα εδάφη των χωρικών στα χέρια του Αλή: «Μετά την τελευταία μου επίσκεψη εδώ, το Ματσούκι έγινε τσιφλίκι του Βεζίρη Αλή. Οι φτωχοί χωρικοί στα Γιάννενα και σε άλλες περιοχές που αδυνατούσαν να πληρώσουν τις οικονομικές επιβαρύνσεις, ήταν υποχρεωμένοι να δανείζονται με τόκο 20%. Με τον καιρό, αυτή τους η ανάγκη μεγάλωνε με αποτέλεσμα ένα μέρος του πληθυσμού να καταφύγει στα Άγραφα ενώ όσοι έμειναν πίσω δεν μπόρεσαν να αποφύγουν την πρόταση του Αλή να αγοράσει τη γη τους αλλά και ολόκληρα χωριά. Ζήτησαν από τον Αλή δε 12 κεσέ (6.000 γρόσια) αλλά αυτός έδωσε μόνο 2 (1.000 γρόσια)».

Μετά την απόφαση για την κατάσχεση ολόκληρης της περιουσίας του Αλή, τα τσιφλίκια που βρίσκονταν σε διάφορους καζάδες επιθεωρήθηκαν ένα-ένα από εντεταλμένους υπαλλήλους του κράτους και καταγράφτηκαν στα κατάστιχα απαραίτητες πληροφορίες. Σύμφωνα με τα πρώτα κατάστιχα που σχηματίστηκαν για τα τσιφλίκια, ο Αλή είχε στην κατοχή του περίπου 450 τσιφλίκια. Σύμφωνα με τις σχετικές σημειώσεις, σε ένα σημαντικό μέρος των τσιφλικιών, ο Αλή, χωρίς να προσφέρει καμιά απολύτως στήριξη στους ραγιάδες, κρατούσε για τον εαυτό του το 1/3 της παραγωγής. Ενίοτε, συγκέντρωνε σε είδος ή σε μορφή χρημάτων προκαθορισμένα ποσά. Έπαιρνε και ένα συγκεκριμένο ποσοστό της παραγωγής από τα τσιφλίκια στα οποία είχε μερίδιο. Αποσπώντας ακόμα ένα συγκεκριμένο ποσό αλλά και ενοίκιο κατοικίας από τους μη μόνιμους εργαζόμενους στα τσιφλίκια, εκμίσθωνε ή νοίκιαζε βοσκοτόπια, μύλους, καταλύματα, καταστήματα κτλ εντός της περιφέρειας του τσιφλικιού. Εισέπραττε ακόμη ξεχωριστά από τα τσιφλίκια και ένα αντίτιμο που λεγόταν «αγαλίκι».

Στην περιοχή των Τρικάλων καταγράφονται επίσημα:

α) 9 τσιφλίκια στον καζά των Τρικάλων συνολικής έκτασης 20.050 στρεμμάτων διοικούνταν από τον κετχουντά των τσιφλικιών του Αλή, Αντάς. Κάτοικοι καταγράφηκαν 308 άτομα, 210 έκτακτοι εργάτες και 70 άλλοι διαφόρων καθηκόντων. Και σε αυτά τα τσιφλίκια, μαζί με το 1/3 της παραγωγής, εισπράττονταν 5 γρόσια για κάθε στρέμμα αμπελιού απο τα 12 συνολικά, δέκα μούρα από κάθε δέντρο μουριάς, ενοίκια και ετήσια ποσά από τους έκτακτους εργάτες. Επιπλέον, λιβάδια, αχυρώνες, χειμαδιά, καταστήματα κτλ που βρίσκονταν στα τσιφλίκια διατίθεντο προς ενοικίαση. Τα αμπέλια, τα αγροτικά εργαλεία και τα ζώα ανήκαν στους ραγιάδες. Δε συμπεριλαμβάνεται στο συνολικό άθροισμα ένα τσιφλίκι αφού δεν είναι γνωστή η έκτασή του.

β) 53 τσιφλίκια στα Τρίκαλα συνολικής έκτασης 77.330 στρ. διοικούνταν από τον κετχουντά των τσιφλικιών του Αλή. Σ’ αυτά καταγράφονται 1.151 αγρότες, 140 έκτακτοι εργάτες, 141 διαφόρων ειδικοτήτων, ενώ η παραγωγή τους έφτανε τους 38.540 οκάδες σιτάρι, 5.150 οκάδες κριθάρι, 3.310 οκάδες σίκαλη, 716 οκάδες βρώμη, 30.582 οκάδες καλαμπόκι, 380 οκάδες άσπρο κεχρί και 82 οκάδες κεχρί ερζέν.

Εκτιμώμενη απόδοση σε τιμές δεν υπάρχει αφού μετά το θάνατό του τα τσιφλίκια του Αλή Πασά και του γιου του Βελή, τα οποία βρίσκονταν στη Λάρισα και τα Τρίκαλα ξαναμετρήθηκαν αφού ο υπολογισμός που είχε γίνει πιο πριν ήταν ελλιπής. Επίσης, είχε εξακριβωθεί και ότι σε αυτή την περιοχή 22 τσιφλίκια ανήκαν ακόμα σε ληστές. Στα Τρίκαλα, υπό τον έλεγχο του Αλή βρίσκονταν μαζί με τα τσιφλίκια και 3 χωριά. Εκτιμάται πάντως πως η απόδοσή τους σε χρήματα ξεπερνούσε τα 700.000 γρόσια το χρόνο!  (MAD 7675/1821-22), (MAD 8403, 34-35, 1238/1822-23).

Εκτός από αυτά στα Τρίκαλα και στα περίχωρά τους εντοπίζονται 119 τσιφλίκια, 32 στα οποία περιλαμβάνονται συνολικά 2.760 τσιφτ (ζευγάρια). Από αυτά 16 τσιφλίκια που αποτελούνται από 364 ζευγάρια ανήκουν στον Αλή Πασά, 96 τσιφλίκια που αποτελούνται από 1.817 ζευγάρια ανήκουν στον Βελή Πασά, 7 τσιφλίκια με 159 ζευγάρια στο Μουχτάρ Πασά και 8 τσιφλίκια που περιλαμβάνουν 184 ζευγάρια στον Ιζζέτ Μπέη, ενώ άλλα 19 τσιφλίκια που αποτελούνται από 236,5 ζευγάρια ανήκουν επίσης στον Αλή και στον Βελή Πασά.

Ο Αλή απέκτησε σημαντικά εισοδήματα και από άλλες περιοχές και διάφορους μουκατάδες (εκμισθώσεις φόρων) που συμπεριλαμβάνονταν σε μέρος των τσιφλικιών. Το ετήσιο κέρδος του Αλή από τους διάφορους μουκατάδες, την ενοικίαση ακινήτων και το σταθερό ποσό που εισέπραττε από τους καζάδες, ήταν περίπου 1,5 εκατομμύριο γρόσια! Ο Πασάς εξασφάλιζε ετησίως περίπου 450.000 γρόσια από την είσπραξη των φόρων του τελωνείου της Αυλώνας, άλλων ακινήτων και διαφόρων άλλων φόρων (φόρος διοδίων, ζυγαριάς, λαδιού, βοσκής κτλ).

Η αγορά των τσιφλικιών σε τιμή πολύ χαμηλότερη από την πραγματική τους αξία ήταν μία πρακτική στην οποία κατέφευγε ο Αλή. Φαίνεται πως υποχρέωσε μια γυναίκα με το όνομα Φατμά Χατούν στα Τρίκαλα να του πουλήσει αναγκαστικά στην τιμή των 20.000 γροσίων μια έπαυλή της, μια σειρά από καταστήματα και εκτάσεις με 22 ζευγάρια ζώων σε διάφορα τσιφλίκια.

Με την ανάληψη διαφόρων κρατικών αξιωμάτων από τους γιους του, η δύναμη του Αλή Πασά μεγάλωσε. Και δεν υπήρχε καμία διαφορά μεταξύ πατέρα και γιών όσον αφορά τις καταπιέσεις σε βάρος του λαού. Είναι γνωστό ότι ο γιος του Αλή, Βελή Πασάς, μετά την ανάληψη των καθηκόντων του στην Πελοπόννησο, αποσπούσε χρήματα από το λαό με τρόπο κτηνώδη.

Ο υπολογισμός και η κατάσχεση της περιουσίας

Μετά την κοινοποίηση της επικήρυξης του Αλή Πασά, αποφασίστηκε η από το κράτος κατάσχεση όλης της περιουσίας αυτού και των γιών του. Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο όλη η κινητή και ακίνητη περιουσία όσων επέμεναν να βρίσκονται στο πλευρό του Αλή και των γιών του επρόκειτο να κατασχεθεί και να αναλάβει τη διαχείρισή της το Αυτοκρατορικό Νομισματοκοπείο.

Για την περιουσία του Αλή Πασά είχαν ερωτηθεί σχετικά, ο γραφιάς Μάντο, ο κοντινός του φίλος Θανάσης Βαγιέ (Βάγιας), η σύζυγός του Βασιλική και κάποιος με το όνομα Θύμιος, για την περιουσία του γιου του Μουχτάρ ο γραμματικός Δημήτρης Περμίγκος, οι Δημήτρης Δερόσος και Αλί Εφέντης από τα Γιάννενα, ενώ για την περιουσία του Βελή Πασά ο γραμματικός Δημήτρης (ΗΗ 31844, 1237/1821-22).

Ο γραμματικός του Βελή Πασά, Δημήτρης, ήταν υπεύθυνος για τη διαχείριση των τσιφλικιών και των εισοδημάτων του. Από τις καταγραφές φαίνεται ότι μετά το τέλος της εξέγερσης ανακρίθηκε και ότι έδωσε κάποιες πληροφορίες. Διαπιστώνεται ότι ο Δημήτρης ρωτήθηκε για την περιουσία και τα εισοδήματα του Βελή Πασά, σχετικά με το αν υπάρχουν κρυφά περιουσιακά στοιχεία, καθώς και για την περιουσία του Αλή Πασά και των γιων του, θέματα για τα οποία ο ίδιος απάντησε ότι δε γνωρίζει τις απαντήσεις και ότι θα πάρει πληροφορίες από τα άτομα τα οποία αναφέρθηκαν παραπάνω. Επιπλέον, ανάμεσα στις πληροφορίες, τις οποίες έδωσε, υπήρχε ένα στοιχείο το οποίο αφορούσε στον Αλή Πασά. Σύμφωνα με αυτή, ο Αλή Πασάς τρεις μήνες πριν την οχύρωσή του στο φρούριο είχε θελήσει να στείλει κρυφά στην Κέρκυρα 20 χιλιάδες κεσέδες άσπρα (ένας κεσές αντιστοιχεί στο ποσό των 500 γροσίων), ωστόσο (ο γραφέας) υποστήριξε ότι δε γνώριζε αν πραγματοποιήθηκε το σχέδιο αυτό ή όχι και ότι για το θέμα θα έπρεπε να ερωτηθούν ο γραφέας του, Μάνθος, ο Θανάσης Βάγιας, ο ντιβιτντάρης του Μπαϊράμ, και ο κουνιάδος του, Σίμιο (Θύμιος). Άλλες πληροφορίες από την κατάθεση του Δημήτρη είναι οι εξής: ο Βελή Πασάς πηγαίνοντας στην Κιουτάχεια μετέφερε μαζί του και το σύνολο της κινητής του περιουσίας. Επίσης δίνει την πληροφορία ότι όταν ζούσε ο Πασάς είχαν παραδοθεί στον άγγλο πρόξενο στην Πρέβεζα και είχαν μεταφερθεί στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα) δύο σεντούκια, σχετικά με το περιεχόμενο των οποίων ο Βελή Πασάς είχε συντάξει μία επιστολή, την οποία ο ίδιος απέστειλε στο Κράτος. Η ιστορία της παράδοσης των σεντουκιών στον άγγλο πρόξενο είναι ενδιαφέρουσα…

Χρυσές λίρες, γρόσια και άλλα…

Τρεις ήταν οι βασικοί τομείς που συγκροτούσαν την περιουσία του Αλή Πασά και των γιων του. Ο σημαντικότερος από αυτούς ήταν τα έσοδα από τις διάφορες εκμισθώσεις φόρων σε τσιφλίκια που ο Αλή άρχισε να σφετερίζεται όσο βρισκόταν εν ζωή ενώ οι άλλοι δύο αντιστοιχούν στους θησαυρούς που βρίσκονταν στο κάστρο των Ιωαννίνων μετά το θάνατό του και τα ποσά δανεισμού με τα οποία ήταν χρεωμένα διάφορα άτομα στην περιφέρεια του πασαλικιού του.

Επειδή αναμενόταν να είναι πολύ μεγάλη η περιουσία που άφησε πίσω του ο Αλή Πασάς στα Γιάννενα, η καταγραφή της ανατέθηκε ειδικά στον ναζίρη της Σόφιας Χασάν Ταχσίν. Ωστόσο, οι θησαυροί του Αλή αποδείχτηκαν πολύ φτωχότεροι από το αναμενόμενο και η σημαντικότερη αιτία αυτού ήταν η παραχώρηση μεγάλων χρηματικών ποσών από τον Αλή ως βοήθεια στην επανάσταση των Ελλήνων στην Πελοπόννησο. Σύμφωνα με τον W. Palmer, η αξία των θησαυρών του Αλή άγγιζε τα 40 εκατομμύρια γρόσια. Είναι αμφίβολο εντούτοις αν η πραγματική αξία των θησαυρών του Αλή έφτανε αυτό το ποσό διότι όπως φαίνεται η τρέχουσα αξία χρυσού που βρέθηκε στο κάστρο των Ιωαννίνων μετά το θάνατό του υπολογίζεται στα 23.275.288 γρόσια. Εκτός από το χρυσό υπολογίζεται ότι ο Αλή είχε στην κατοχή του 181.675 χρυσά νομίσματα «μπεσλί», 155.625 διαφόρων ειδών νομίσματα και ακόμη χρήματα που αντιστοιχούσαν σε 2.630.500 γρόσια. Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, μπορούμε να πούμε ότι ο θησαυρός του Αλή Πασά στο κάστρο των Ιωαννίνων έφτανε περίπου τα 27 εκατομμύρια γρόσια.

Στα κατασχεθέντα κατάστιχα και έγγραφα του Τεπελενλή Αλή Πασά, τα οποία είναι γραμμένα στα ελληνικά, περιλαμβάνεται και η καταγραφή των περιεχομένων του θησαυροφυλακίου του στο κάστρο των Ιωαννίνων, ενώ καταγράφονται και τα αντικείμενα τα οποία κρατούσε ως υποθήκη έναντι χρεών, καθώς και οι δικές του οφειλές. Από τις καταγραφές προκύπτει ότι στον κατάλογο περιλαμβάνονταν ποικίλα χρυσά νομίσματα. Από τις 9 Ιουλίου 1818 και εξής βρίσκονται χρυσά νομίσματα Γιαλντίζ (350.718 νομίσματα), ισπανικά χρυσά (10.546 νομίσματα), γενοβέζικα χρυσά (547 νομίσματα), Τσιφτελί μπέγιογλου χρυσά (8.489 νομίσματα), Φιντίκ χρυσά (118.683), Κωνσταντινουπολίτικα χρυσά (207.257 νομίσματα), Αιγυπτιακά χρυσά (104.659 νομίσματα), Φιντίκ ρουμπιγιεσί ένα τέταρτο του χρυσού νομίσματος Φιντίκ (569.141 νομίσματα), Γιρμιμπεσλίκ – νόμισμα 25 πιάστρων (10.288 νομίσματα), Τζεζαϊρ χρυσά (305 νομίσματα), ποικίλων ειδών γρόσια (2.786.124 νομίσματα) και άλλου είδους και ποσοτήτων χρυσά νομίσματα και χρήματα. (Σύμφωνα με τους υπολογισμούς  σχετικά με την αξία των παραπάνω νομισμάτων σε γρόσια για το έτος 1814, ένα Γιαλντίζ χρυσό νόμισμα ισούται με 13 γρόσια, επομένως η αξία του παραπάνω ποσού αντιστοιχεί σε 4.559.334 γρόσια. Ένα Φιντίκ χρυσό νόμισμα ισούται με 7 γρόσια και το συνολικό ποσό αντιστοιχεί σε 830.781 γρόσια, ένα Κωνσταντινουπολίτικο χρυσό νόμισμα ισούται με 8 γρόσια και το συνολικό ποσό αντιστοιχεί σε 1.658.056 γρόσια, ένα Αιγυπτιακό χρυσό ισούται με 7 γρόσια και το συνολικό ποσό αντιστοιχεί σε 732.613 γρόσια, ενώ το σύνολο των προαναφερθέντων ποσοτήτων από τα τέσσερα διαφορετικά είδη χρυσών νομισμάτων αντιστοιχεί σε 7.780.784 γρόσια. Το 1815 μία οκά αρνίσιου κρέατος κόστιζε 20 παράδες, μια οκά βοδινού κρέατος 10 παράδες, το ημερομίσθιο ενός μάστορα αντιστοιχούσε σε 80 παράδες, η τιμή μίας αγελάδας ήταν 30 γρόσια, ενός βοδιού 35 γρόσια και ενός αλόγου 80, ενός μέσης έκτασης αμπελιού από 200 ως 500 γρόσια και ενός σπιτιού μέσου μεγέθους από 400 ως 800 γρόσια. Αντιπαραβάλλοντας τους παραπάνω αριθμούς αποδεικνύεται ότι ο Αλή Πασάς ήταν ένας αρκετά πλούσιος άνθρωπος. Οι αναφερθείσες τιμές αντλήθηκαν από το Rıfat Özdemir, XIX. Yüzyılın İlk Yarısında Ankara, Άγκυρα 1986)

Ένα μέρος της περιουσίας των γιων του Αλή το οποίο βρισκόταν εκτός τσιφλικιών, καταγράφτηκε με την εγκατάστασή τους στην Ανατολία και τους παραδόθηκε ενώ μετά και το θάνατό τους κατασχέθηκε και αυτό. Μπορούμε να υποθέσουμε επίσης ότι τόσο ο Αλή όσο και οι γιοι του είχαν υπό την κατοχή τους εκτός απ’ όσα αναφέρθηκαν εδώ, κοσμήματα και παρόμοια αντικείμενα αξίας. Αναφέρεται ότι ο Μουχτάρ Πασάς έθαψε μέρος των κοσμημάτων που κατείχε. Αλλά και οι πρόσοδοι από τα δάνεια του Αλή και των γιων του στους κατοίκους των βιλαετιών αποτελούσαν ένα σημαντικό ποσό. Μόνο από το βιλαέτι των Τρικάλων ο Αλή Πασάς είχε πρόσοδο 1.757.139 γρόσια.

Ο Αλή Πασάς και οι γιοι του είχαν επίσης παραχωρήσει δάνεια σε κατοίκους διαφόρων επαρχιών, τα οποία στο σύνολό τους αντιστοιχούν σε ένα σημαντικό ποσό. Το σύνολο των πιστώσεων του Πασά στις επαρχίες αντιστοιχεί περίπου στο ποσό των 16.000.000 γροσίων!
Όσον αφορά στο θέμα των τσιφλικιών, όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα των ερευνών, ο Αλή Πασάς και η οικογένεια του ήταν κάτοχοι περισσότερων από 900 τσιφλίκια. Τα ετήσια έσοδα τους υπολογίζονται γύρω στα 2 εκατομμύρια!

Αντί επιλόγου

Ο Αλή Πασάς, πρόσωπο άπληστο, μνησίκακο και αδίστακτο, επιχείρησε με κάθε μέσο να αυξήσει την επιρροή του στα όρια της περιφέρειάς του· εργάστηκε σκληρά για την επίτευξή των στόχων του χωρίς να φέρει σε ρίξη τις σχέσεις του με το Σουλτάνο. Χωρίς να διαλύσει τις μακροχρόνιες σχέσεις του με την κεντρική εξουσία, εξασφάλισε τη διάρκεια της δικής του εξουσίας μέσα στο χρόνο με ρουσφέτια και δώρα που συνεχώς στέλνονταν στην Κωνσταντινούπολη και συμμετοχή σε εκστρατείες στο όνομα του κράτους. Ακόμη, κάτω από τις συνθήκες αυτές, επιτιθέμενος κάθε φορά που έβρισκε την ευκαιρία σε γειτονικές του περιοχές, ο Αλή πέτυχε να γίνει σε μεγάλο βαθμό ο μόνος διοικητής μιας ευρείας γεωγραφικής περιφέρειας. Η δύναμή του δεν περιοριζόταν μόνο στο πολιτικό επίπεδο. Όντας ιδιοκτήτης μεγάλων εκτάσεων, εκμεταλλεύτηκε απάνθρωπα και για χρόνια τους ραγιάδες που εργάζονταν στα τσιφλίκια. Και αυτός όπως όλοι οι μεγάλοι δικτάτορες, είχε πιστέψει πολύ περισσότερο στο χρήμα απ’ ότι στο λαό. Ο Αλή Πασάς που συσσώρευε ασταμάτητα μεγάλη περιουσία, δεν έδωσε καμία ευκαιρία στους ανθρώπους του περιβάλλοντός του να αποκτήσουν πλούτο. Οι άνθρωποι που δούλευαν δίπλα του ήταν απλώς υπηρέτες με κάποιο μισθό. Ακόμα και οι αξιωματούχοι και οι σύμβουλοί του δεν μπόρεσαν να βρουν την ευκαιρία να αποκτήσουν κτήματα.

Ο Αλή έτρεφε την ελπίδα ότι θα πετύχει η Ελληνική Επανάσταση και ότι θα σωθεί και ο ίδιος από αυτό όμως αν και αντιστάθηκε για πολύ καιρό στην πολιορκία του κάστρου όπου είχε κλειστεί, δολοφονήθηκε στα 1822 και η περιουσία του κατασχέθηκε από το κράτος.
Στην Ήπειρο, θυμούνται ακόμη τις προσπάθειες ενός ιδιώτη να εντοπίσει τον θησαυρό του Αλή Πασά. Δεκατέσσερα «φορτώματα» σε χρυσό, ασήμι και διαμάντια λένε ότι ήταν ο πλούτος του, που από τις αρχές του αιώνα δεκάδες άνθρωποι αναζητούν. Ο παμπόνηρος και πανούργος Αλής θα εμπιστευόταν ποτέ ένα τόσο ακριβό μυστικό σε κανέναν; Δεν θα φρόντιζε να εξαφανίσει κάθε αποδεικτικό, ή το κυριότερο θα θόλωνε τα νερά με τη διασπορά παραπλανητικών φημών;

Πριν από δέκα χρόνια περίπου, ακόμη και οι αρμόδιες υπηρεσίες (Αρχαιολογία, Εφορία, Αστυνομία) είχαν κινητοποιηθεί, όταν ένας Κερκυραίος, που είχε βρει κάποιον χάρτη, έφτασε στην περιοχή Μαργαριτίου Θεσπρωτίας και αφού εξασφάλισε τη σχετική άδεια, άρχισε να ψάχνει σε ένα μικρό εκκλησάκι στις ρίζες ενός κυπαρισσιού. Οι ώρες περνούσαν, η μπουλντόζα έσκαψε σε μεγάλο βάθος, αλλά τελικά θησαυρός δεν βρέθηκε.

Ο θησαυρός του Αλή Πασά πάντα απασχολούσε πολλούς και εκτός Ηπείρου. Παλιότερα, άγνωστα άτομα ψάχνοντας άνοιγαν τρύπες στο Κάστρο των Ιωαννίνων . Ενώ άλλοι, πιο τολμηροί, έφτασαν ως το Τεπελένι, στην Αλβανία, εκτιμώντας ότι ο πασάς των Ιωαννίνων θα είχε μεταφέρει τους θησαυρούς του στη γενέτειρά του.

Υπάρχει και ένας άλλος θρύλος που θέλει τον Αλή πασά, βλέποντας τα στρατεύματα του Χουρσίτ να πλησιάζουν, να στέλνει τον γιό του τον Βελή με τον θησαυρό του για να τον κρύψει κάπου στην Ρούμελη.

Μια εικασία λέει ότι ο Βελής το έκρυψε σε μια σπηλιά κάπου στην Αιτωλοακαρνανία έκτισε με αγκονάρια την είσοδό της και μετά όταν γύρισε πίσω στα Γιάννινα σκότωσε όσους συμμετείχαν στην δουλειά.

Μια άλλη λέει ότι το καραβάνι με το θησαυρό έπεσε σε φοβερή νεροποντή και στην προσπάθειά να διαβεί κάποιο χείμαρο και όλα τα φορτωμένα ζώα όπως ήταν δεμένα μεταξύ τους παρασείρθηκαν από το νερό και ο θησαυρός θάφτηκε σε κάποια καταβόθρα του χειμάρου. Σαν πιθανή περιοχη του συμβάντος ορίζεται η περιοχή του Αλμυρού στο Βόλο.
Θρυλλείται επίσης οτι η κυρά Βασιλική η γυναίκα για χάρη της οποίας χτίστηκε στην τότε Βοϊβότα η εκκλησία του Αγ. Γεωργίου όταν επέστρεψε απο την εξορία στην Προύσα της Μ. Ασίας πλησίασε υψηλόβαθμους αξιωματούχους της τότε κυβέρνησης και τους είπε οτι ξέρει αρκετά σημεία όπυ είχαν κρυφτεί αρκετοί απο τους θησαυρούς, αλλά οι πολιτικοί (απο τότε) την χλεύασαν και με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς δεν τις έδωσαν σημασία (είχε απαχθεί απο το χωριό της σε ηλικία 12 ετών το 1805). Το 1843 πήρε το μυστικό στον τάφο της πεθαίνοντας απο δυσεντερία.

Σύμφωνα με μια άλλη ιστορία οι αμύθητοι θησαυροί που μάζεψε ο Αλή πασάς του δημιούργησαν μεγάλο πρόβλημα για την εξασφάλιση τους. Η έδρα του πασαλικιού του τα Γιάννενα δεν πρόσφεραν τη σιγουριά που ήθελε. Έστειλε έναν έμπιστό του στο χωριό Γεωργουσάτες της Δρόπολης. Αυτός βρήκε τρεις μαστόρους που έχτισαν μια κρυψώνα έξω από τους Γεωργουσάτες, κοντά σ΄ένα κυπαρίσσι μιας εκκλησίας. Όταν οι εργάτες τελείωσαν, ο έμπιστος του Αλή τους τουφέκισε με διαταγή του πασά. Στη συνέχεια ο Αλής σκότωσε τον έμπιστο, ώστε να είναι σίγουρος, σιγουρότατος, για τη μυστική κρυψώνα του θησαυρού.

Πλην όμως ένας από τους τρεις εργάτες τραυματίστηκε απλώς, και έκανε τον σκοτωμένο. Στη συνέχεια κρύφτηκε, όμως το μυστικό το εμπιστεύθηκε σε κάποιον δικό του, και αυτός στην κόρη του, η οποία έλεγε για το «κυπαρίσσι με το θησαυρό, που είναι κοντά σ’ αυτό, και θάτρεφε τη Δρόπολη για εκατό χρόνια.

Το 1966 κάποιοι εργάτες έσκαβαν στους Γεωργουσάτες, για να φτιάξουν ένα οχυρωματικό έργο – ένα από τα πολλά που συνήθιζε να κάνει το καθεστώς Χότζα.

Έφτασαν να σκάβουν κοντά στο κυπαρίσσι που αναφέραμε, όταν σκόνταψαν σ’ ένα τοίχο, πάχους δύο μέτρων περίπου. Συνέχισαν να εργάζονται μέχρι που βρήκαν μια πόρτα χοντρή σιδερένια, ενώ ταυτόχρονα την άλλη μέρα ήρθαν άνθρωποι του καθεστώτος και βρέθηκαν μπροστά σ’ έναν πραγματικό θησαυρό από χρυσάφι αμύθητης αξίας. Μια γουρούνα ολόχρυση δυο τόνων βάρους (2.000 κιλά) με δώδεκα γουρουνάκια χρυσά κι αυτά, σερβίτσια πιάτων και κουταλομαχαιροπήρουνα, όλα χρυσά. Ήρθε επί τόπου κι ο Εμβέρ Χότζα και ο θησαυρός μεταφέρθηκε μυστικά και επειγόντως πρώτα στα Τίρανα και μετά που;

Με το που βρέθηκε ο θησαυρός το 1966 η γιαγιά που διηγούνταν την ιστορία με το κυπαρίσσι και το θησαυρό έπαθε μελαγχολία και είκοσι χρόνια μετά, μέχρι το 1986 που άφησε την πνοη της, δεν έβγαλε μιλιά.

Ύστερα από αυτά για τον θησαυρό του Αλή πασά το λακωνικότατο «Σχόλιο ουδέν» που λέει και ο κάθε κυβερνητικός εκπρόσωπος, σας αφήνουμε στην κρίση σας να πιστέψετε ό,τι θέλετε!

Πηγές:
Αχμέτ Ουζούν: Ο ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ Ο ΤΕΠΕΛΕΝΛΗΣ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΤΟΥ (μετάφραση: Γιώργος Σύρμας), μελέτη στο Τμήμα Οικονομίας και Διοίκησης Cumhuriyet Üniversitesi
ΧΑΜΙΓΙΕΤ ΣΕΖΕΡ: ΝΕΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΤΣΙΦΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΙΩΝ ΤΟΥ,(Διδάκτωρ, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Ιστορίας της Σχολής Γλώσσας και Ιστορικής Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου της Άγκυρας)
Γιάννης Παπαϊωάννου: «Γεγονότα από τη νεότερη ιστορία» Ιωάννινα 2006
Οdysseus, Turkey in Europe, Λονδίνο 1900, 402
William Palmer, Yanya Sultanı, Κωνσταντινούπολη 1997, 19-23.
M. Cavid Baysun, Ali Paşa (Tepedelenli), İslam Ansiklopedisi
James Pettifier, Albania, Λονδίνο 1954
Aktaran H. İnalcik, D. Quataert, An Economic and Social History of the Ottoman Empire: 1300-1914, Κέμπριτζ 1994
MAD* 9761, 4-152, 1234-36/1818-21 (Maliyeden Müdevver Defterler (Γενικά Οικονομικά Κατάστιχα))
MAD 9767, 2-271, 1237/1821-22.
ΗΗ* 26467/ 1238/1822-23 (ΗΗ: Hatt-I Hümayûn (Αυτοκρατορικό Διάταγμα))
ΗΗ 21024.Α, 1237/1821-22· ΗΗ 21137, 18, 1237/1821-22
Ayniyyat Defterleri 610, 104, 1237/1821-22.
Baş Muhasebe Kalemi: Muhallefat Defterleri (Αυτοκρατορική Λογιστική Υπηρεσία: Κληρονομικά Κατάστιχα)

Πηγή
Διαβάστε περισσότερα »

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

Τι σημαίνει η λέξη “Ιταλία”;

γράφει ο Σωτήρης Αθηναίος

Ο  πληθυσμός  της γείτονος χώρας είναι 58.462.375 (απογρ. 2005). Έγινε ανεξάρτητο και ενιαίο κράτος το 1861 (τριάντα χρόνια μετά από εμάς). Από το δημοτικό σχολείο μαθαίνουμε για την κοινή πορεία που ενώνει τους δύο λαούς, αν και για την αρχαιότητα δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μία  ξεχωριστή  χώρα  αλλά για την κύρια περιοχή που ζει και μεγαλουργεί ο Ελληνισμός (Μεγάλη Ελλάδα). Οι Αρχαίοι Ελληνες, άλλωστε, ήταν οι «νονοί» της Ιταλίας. Όταν θα αποικήσουν τη χερσόνησο, θα βρουν τον ντόπιο πληθυσμό να ασχολείται αποκλειστικά με την εκτροφή των μοσχαριών. Το μοσχάρι στην ομβρική διάλεκτο ονομάζεται :  vitlu <λατ. vitulus < λατ. vitalia < ελλ. Ιταλία. Οι Έλληνες θα αποκαλέσουν, μάλλον ειρωνικά,  το ντόπιο πληθυσμό ως “Ιταλούς”  (: γελαδάρηδες) και τη χώρα “Ιταλία” (: γη των μοσχαριών). Άλλωστε παρόμοια χρήση είχε γίνει με τη λέξη “Εύβοια” (< ευ + βους, περιοχή με πλούσια εκτροφή βοειδών).  Η λέξη “Ιταλία” απαντά για πρώτη φορά στον Ηρόδοτο.

Η Ιταλία (ή “Μοσχαρία”, αν προτιμάτε), αναμφισβήτητα είναι η χώρα του ωραίου και του εκλεπτυσμένου, αν και το όνομα της δεν το συνυπογράφει. Πάντως, πέρα από κάθε διάθεση αστεϊσμού, καλό είναι να τονίσουμε ότι η ετυμολογία της λέξης επιστημονικά είναι αβέβαιη. Η παραπάνω εκδοχή είναι η πιο ισχυρή.  Άλλες πιθανές εικασίες είναι ότι προέρχεται από τον ήρωα Italo (o οποίος είναι μυθικό ήρωας και δεν έχει επιβεβαιωθεί, ιστορικά, η ύπαρξη του). Μία άλλη πιθανή  εκδοχή είναι ότι προέρχεται από την ελληνική λέξη Αιθαλία (Αethalia), “η ομιχλώδης από τους καπνούς χώρα”, λόγω των ηφαιστείων της. Από την ίδια ρίζα παράγεται ετυμολογικά και το ηφαίστειο Αίτνα.

Διαβάστε περισσότερα »

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

Το εβραϊκό όνομα “Ιωάννης” αντιστοιχεί με το ελληνικό “Θεόδωρος”



Εκατομμύρια οι Γιάννηδες στον πλανήτη (Ιωάννης και Ιωάννα, αγγλικά: Johnny, Jack et John, ισπανικά: Juan, ιταλικά: Giovanni) αλλά ποιος αναρωτήθηκε ποτέ τι σημαίνει το όνομα του; Προέρχεται από την εβραϊκή φράση Y(eh)okhanan ( יוחנן )   και σημαίνει «η εύνοια του θεού (Γιαχ : θεός), το δώρο του θεού». Αντιστοιχεί με το ελληνικό όνομα «Θεόδωρος» . Το όνομα “Θεόδωρος” απαντά από τους προ Χριστού, αιώνες (π.χ. ο μαθηματικός Θεόδωρος ο Κυρηναίος) αλλά εξαπλώθηκε ως βαφτιστικό όνομα στους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες σύμφωνα με την τότε παράδοση να εξελληνίζουν τα ονόματα (π.χ. Yokhonan)  που δεν είχαν ελληνική καταγωγή. Τελικά, όμως, επικράτησαν και τα δύο (Ιωάννης και θεόδωρος).

Το όνομα Y(eh)okhanan ( יוחנן )  > Ιωάννης ήταν διαδεδομένο στους Εβραίους, στην εποχή της γέννησης του Χριστού: α) Ιωάννης ο Βαπτιστής γιος του Ζαχαρία (Zekharyah: «ο θεός έχει θυμηθεί») και της Ελισάβετ (eliseva: «ο θεός φέρνει τον πλούτο»), β) ο Απόστολος, αδελφός του Ιακώβου (το όνομα Ιάκωβος συνδέεται με το εβραϊκό ageb :φτέρνα). Σύμφωνα με τη βιβλική αφήγηση, Γένεσις 25, 26, ο Ιακώβ εξήλθε, κατά τον τοκετό, κρατώντας τη φτέρνα του δίδυμου αδελφού του Ησαύ).

Πηγή
Διαβάστε περισσότερα »

Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013

Γιατί γιορτάζουμε τα Θεοφάνεια στις 6 Ιανουαρίου;


Τα Θεοφάνια: μια αρχαιότερη εορτή από τα Χριστούγεννα

γράφει ο Δημήτριος Μόσχος, Λέκτορα Γενικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας Τμήματος Θεολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών

«Στις 6 Ιανουαρίου κλείνει ένα πλουσιότατο σε λατρευτικά δρώμενα, παραδοσιακά έθιμα και μακραίωνες συνήθειες Δωδεκαήμερο, που συνδέεται με κεντρικά στοιχεία του χριστιανικού Ευαγγελίου: την κατά σάρκα γέννηση, την Περιτομή και τη Βάπτιση του Ιησού Χριστού, που είναι βασικοί σταθμοί της Ενανθρώπησης του Θεού στον κόσμο. Παράλληλα, την 1η του έτους εορτάζεται και η μνήμη του μεγάλου Πατέρα της Εκκλησίας μας, Βασιλείου αρχιεπισκόπου Καισαρείας της Καππαδοκίας. Ο συνδυασμός όλων αυτών των στοιχείων κάνουν το διάστημα αυτό έναν πόλο εορταστικό και λατρευτικό στην καρδιά του χειμώνα, που συμπληρώνεται από τον αντίστοιχο εαρινό, δηλαδή εκείνον των πασχαλίων εορτών. Πώς προέκυψε όμως ιστορικά το εορταστικό αυτό σύμπλεγμα;

1. Η αρχή των Θεοφανίων

Για τις εορτές και τη λατρεία των πρώτων Χριστιανών οι πηγές μας είναι βέβαια τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, κατόπιν οι λεγόμενοι Αποστολικοί Πατέρες, που υπήρξαν μαθητές και “ακουσταί” των Αποστόλων, όπως ο Ιγνάτιος Αντιοχείας, ο Κλήμης Ρώμης και άλλοι, και κατόπιν άλλοι χριστιανοί συγγραφείς του 2ου και 3ου αιώνα, καθώς και κείμενα κανόνων, προτροπών και διδαχών που γράφτηκαν τότε.

Σ’ αυτά ξεχωρίζουμε το Πάσχα και την κυριακάτικη Θ. Λειτουργία, τις καθημερινές προσευχές και το βάπτισμα των νέων Χριστιανών, που γινόταν ομαδικά το Μέγα Σάββατο το βράδυ. Για την περίοδο αυτή, του χειμώνα, η πρώτη μαρτυρία που έχουμε είναι του Κλήμεντος του Αλεξανδρέως στο δεύτερο μισό του 2ου αιώνα (δηλαδή 150-210), που μας πληροφορεί ότι οι οπαδοί του Βασιλείδη (που ήταν της αίρεσης των Γνωστικών) γιόρταζαν την ημέρα “του βαπτίσματος του Κυρίου” με αγρυπνίες και αναγνώσματα, χωρίς όμως να συμφωνούν όλοι για την ημερομηνία – άλλοι την τοποθετούσαν στις 6 κι άλλοι στις 10 Ιανουαρίου.

΄Οπως συμπεραίνουν νεώτεροι ειδικοί, από το διάστημα αυτό, ξεκινώντας ίσως από την Αλεξάνδρεια, μέχρι τα μέσα του 4ου αιώνα σ’ όλη την Ανατολή, την 6η Ιανουαρίου εορταζόταν μια τριπλή εορτή: η γέννηση του Χριστού, η προσκύνηση των μάγων και η βάπτισή Του. Η λέξη “Επιφάνεια” καλύπτει και τις τρεις εορτές, είναι η φανέρωση του Θεού ως βρέφους στους ανθρώπους γενικά και στους Μάγους ειδικά, η φανέρωση της Θεότητας στον Ιορδάνη με τη συμμαρτυρία του Πατρός και του Πνεύματος. Γιατί όμως στις 6 Ιανουαρίου;

Η προέλευση, πιθανότατα, είναι εξωβιβλική: είναι γνωστό, ότι αιγύπτιοι λάτρεις ενός μυστηριακού θρησκεύματος εόρταζαν την εμφάνιση του Χρόνου ή Κρόνου μέσα από τα νερά του Νείλου στις 6 Ιανουαρίου. Αυτή ήταν μια από τις πολλές ειδωλολατρικές “Επιφάνειες”. Είναι φανερό ότι οι Χριστιανοί ξεκίνησαν στην Αίγυπτο να δίνουν τη δική τους απάντηση για το ποια είναι η πραγματική “Επιφάνεια” του Θεού μέσα από τα νερά: αυτή του βαπτιζομένου Ιησού. Με το παράδειγμά Του και την εντολή Του αργότερα για βάπτιση των πιστευόντων όχι μόνο πλέον “εν ύδατι” (όπως στην θρησκευτική πρακτική πολλών ανατολικομεσογειακών θρησκειών, όπου το λιγοστό νερό θεωρείται πάντα θεόσταλτο καθαρτήριο), αλλά και “εν Πνεύματι”, ο Χριστός αναδείκνυε τη μοναδική ιστορική “Επιφάνεια” του Θεού σε μια ιστορία ευθύγραμμη, που δεν επαναλαμβάνεται. Αντίθετα, η “Επιφάνεια” των νερών ή του θεού-Ηλίου (solis invicti) στη Δύση, κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο, ήταν η αποθέωση της κυκλικής φυσικής ροής του κόσμου.

2. Η ανάδειξη της ημέρας των Χριστουγέννων

Το βέβαιο είναι ότι μέχρι τα μέσα του 4ου αιώνα τα Θεοφάνια ή “Φώτα” ή Επιφάνεια εμπεριείχαν και την εορτή των Χριστουγέννων, ένας συνδυασμός που απαντά ακόμη και σήμερα στο εορτολόγιο της Αρμενικής Εκκλησίας. Την εποχή του Μ. Βασιλείου (+ 379) και του Γρηγορίου του Θεολόγου μαρτυρούνται στη Μικρά Ασία οι πρώτες περιπτώσεις χωρισμού των δύο εορτών, όπου τα Χριστούγεννα άρχισαν να εορτάζονται στις 25 Δεκεμβρίου από επίδραση της Εκκλησίας της Ρώμης.

Στη Ρώμη είχε αρχίσει από τις πρώτες δεκαετίες του 4ου αιώνα (περί το 330-340) ο εορτασμός των Χριστουγέννων ως απάντηση στα ειδωλολατρικά Βρουμάλια ή Σατουρνάλια, που ήταν η λατρεία του αναγεννώμενου Ηλίου, όταν (περισσότερο εμφανώς στα βορειότερα κλίματα) άρχιζε να ξαναμεγαλώνει η μέρα, μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο. Οι Χριστιανοί στη λατρεία του «ξαναγεννημένου Ήλιου» του φυσικού κύκλου, απαντούσαν με τη γέννηση του «νοητού Ηλίου της Δικαιοσύνης». Περί το 375 άρχισαν να εορτάζονται τα Χριστούγεννα και στη Συρία και το 386 ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, πρεσβύτερος στην Αντιόχεια, εξέφρασε στο Λόγο του “Εις την γενέθλιον ημέρα του Σωτήρος” τη χαρά του, που επιτέλους η 25η Δεκεμβρίου μπήκε επίσημα στο εορτολόγιο της πόλης. Μέχρι το 432 η εορτή είχε φθάσει και στην Αλεξάνδρεια.

Ενώ στη Δύση τα Επιφάνεια συνδέονται μέχρι σήμερα, κυρίως, με την προσκύνηση των Μάγων, στην Ανατολή εξακολούθησαν να εορτάζονται με μεγάλη λαμπρότητα: στα Ιεροσόλυμα την εποχή εκείνη, μας πληροφορεί το Οδοιπορικό της Αιθερίας (ταξιδιωτικός οδηγός μιας ευσεβούς Μαυριτανής κυρίας στα τέλη του 4ου αιώνα) ότι επί μία εβδομάδα μετά τις 6 Ιανουαρίου τελούνταν μία Λειτουργία κάθε μέρα σε συγκεκριμένους μεγάλους ναούς της πόλης από τον επίσκοπο ή μοναχούς.

Οι γνωστές σε όλους μας ευχές του Μεγάλου Αγιασμού έχουν σαφώς εξορκιστικό χαρακτήρα και καταδεικνύουν το θρίαμβο της νίκης του ενανθρωπήσαντος Υιού του Θεού (άρα, τελικά, του ανθρώπου, που ενώνεται με το Θεό) πάνω στον “γκρίζο” κόσμο πνευμάτων, κακοποιών στοιχείων, αοράτων “αρνητικών” δυνάμεων (όπως λέμε σήμερα) κλπ. Πολύ σωστά έχει, λοιπόν, συνδεθεί στη λαϊκή αντίληψη η έξωση των καλικαντζάρων ή “παγανών” με τον αγιασμό των υδάτων. Βαθμιαία, το διάστημα των 40 ημερών πριν τα Χριστούγεννα και των 40 ημερών μετά, μέχρι την Υπαπαντή, έγινε μια λαμπρή εορταστική αλυσίδα, που στις μέρες μας έχει, δυστυχώς, εκφυλιστεί σε άλλοθι καταναλωτισμού».

Πηγή
Διαβάστε περισσότερα »